- μουλάς
- ο(λ. αραβ.)1. τίτλος μουσουλμάνων ιερωμένων.2. ο μέγας αρχιδικαστής των μουσουλμάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουλάς — ο 1. τίτλος ο οποίος απονέμεται σε ιερωμένους τού μουσουλμανικού θρησκεύματος 2. (ειδικά) ο μέγας αρχιδικαστής («ο μουλάς τής Μέκκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. molla] … Dictionary of Greek
μούλας — μούλᾱς , μούλη mula fem acc pl μούλᾱς , μούλη mula fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Λεόν — I (Léon). Πόλη (130.916 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.580 τ. χλμ., 488.751 κάτ.), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη Λεόν (βλ. λ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Μπερνέσγκα και Τόρβο, αποτελεί… … Dictionary of Greek